- παρασιτισμός
- Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση αυτή, αντί να χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα, είναι ανταγωνιστική, εφόσον το παράσιτο αντλεί οφέλη από αυτήν, προξενώντας ζημιά στον ξενιστή. Σε πολλές περιπτώσεις π., σταθεροποιείται ένα είδος ισορροπίας μεταξύ των δύο οργανισμών, με την έννοια ότι το παράσιτο επιδιώκει να μην εκμεταλλεύεται υπερβολικά τον ξενιστή, έτσι που να μπορεί να τον χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα. Ο π. μπορεί να είναι προσωρινός ή διαρκής, προαιρετικός ή υποχρεωτικός, εσωτερικός ή εξωτερικός. Προαιρετικά παράσιτα είναι εκείνα που μπορούν να ζουν παρασιτικά ή μη· αντίθετα, υποχρεωτικά παράσιτα είναι εκείνα που αναπτύσσουν τις λειτουργίες τους μόνο παρασιτικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις υπερπαρασιτισμού, δηλαδή μεταξύ παρασίτων, φαινόμενο που παρατηρείται μεταξύ των εντόμων.
Σχεδόν όλα τα παράσιτα είναι μικρά, μερικά εντελώς μικροσκοπικά ή υπερμικροσκοπικά: πράγματι ο π. είναι ιδιαίτερα συχνός από μέρους μονοκυττάρων (βακτήρια) ή και υπάρξεων κατώτερων των μονοκυττάρων (ιοί), όπως επίσης από μέρους πρωτοζώων και φυτικών μικροοργανισμών (κατώτεροι μύκητες)· ο π. συναντιέται ωστόσο και στα μετάζωα, κυρίως στα ασπόνδυλα, όπως επίσης και στα ανώτερα φυτά (π.χ. στα χωρίς χλωροφύλλη φανερόγαμα).
Ζωολογία.– Τα παράσιτα λέγονται εξωπαράσιτα αν διαμένουν, για περισσότερο ή λιγότερο χρόνο, στην εξωτερική επιφάνεια του ξενιστή, και ενδοπαράσιτα αν ζουν στο εσωτερικό του σώματός του. Τα εξωπαράσιτα, όπως για παράδειγμα οι ψύλλοι και οι ψείρες, τρέφονται από το αίμα του ξενιστή και δεν είναι επικίνδυνα, αν βέβαια δεν λάβουμε υπόψη τη δυνατότητα που έχουν να μεταδίδουν ενδοπαράσιτα, τα οποία, αντίθετα, μπορούν κάποτε να προκαλέσουν σοβαρές ασθένειες. Τα ενδοπαράσιτα, ανάλογα με το είδος, εγκαθίστανται σε εσωτερικές κοιλότητες, στο αίμα (π.χ. το πλασμώδιο της ελονοσίας εμφωλεύει στα ερυθρά αιμοσφαίρια) ή σε σπουδαία όργανα, όπως οι πνεύμονες και το συκώτι. Τα παράσιτα, και ιδίως τα υποχρεωτικά, παρουσιάζουν ειδικές προσαρμογές: συστολή ή περιέλιξη οργάνων (π.χ. πεπτικό σύστημα) και ανάπτυξη νέων οργάνων, όπως άγκιστρα και βεντούζες, για να προσκολλώνται στον ξενιστή.
Σχεδόν όλα τα παράσιτα έχουν μεγάλη ικανότητα να αναπαράγονται και να διαδίδονται· πολλά (όπως οι ταινίες) είναι ερμαφρόδιτα, γεγονός που ευνοεί, με την αυτογονιμοποίηση, την παραγωγή ενός μεγάλου αριθμού αβγών· σε πολλά είδη, από το ίδιο το αβγό γεννιούνται περισσότερα έμβρυα· τυπική είναι η περίπτωση του litomastix truncatellus, μικρού υμενόπτερου ενδοπαρασίτου στις κάμπιες. Aπό ένα αβγό του αναπτύσσονται πάνω από χίλιες μικρές κάμπιες. Σε πολλά παράσιτα η αγενής αναπαραγωγή εναλλάσσεται με την εγγενή. Ενώ η πρώτη συντελεί στην αύξηση των ατόμων μέσα στον ξενιστή, η δεύτερη έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή γονιμοποιημένων αβγών ή σπόρων, τα οποία, αφού εγκαταλείψουν τον ξενιστή, αναπαράγουν σε άλλο μέρος τη γενιά. Η συνάντηση του παρασίτου με τον ξενιστή μπορεί να είναι ενεργητική, δηλαδή μέσω ιδιαίτερων συστημάτων (ένα μοναδικό παράδειγμα προσφέρει ένα κολεόπτερο του γένους Meloë, του οποίου οι νεαρές προνύμφες, για να φτάσουν και να παρασιτίσουν στις κυψέλες, αγκιστρώνονται στο σώμα μιας μέλισσας και μεταφέρονται από αυτήν). Η συνάντηση με τον ξενιστή μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω των τροφίμων ή μέσω ενός προσωρινού ξενιστή, που λέγεται ενδιάμεσος (η δεύτερη περίπτωση παρατηρείται στις ταινίες και τα σπρωτόζωα εκείνα που προκαλούν την ελονοσία και την ασθένεια του ύπνου).
Τα παράσιτα ανήκουν σχεδόν σε όλες τις ζωολογικές ομάδες. Aπό τα πρωτόζωα, παράσιτα είναι όλα τα σπορόζωα, ενώ λίγα αλλά επικίνδυνα είδη παρασίτων περιλαμβάνονται στα μαστιγοφόρα, στα βλεφαριδωτά και στα ριζόποδα· παράσιτοι είναι επίσης οι τρηματώδεις, οι κεστώδεις, πολλοί νηματέλμινθες, λίγοι δακτυλιοσκώληκες, μερικά γαστερόποδα και κοιλεντερωτά, πολλά θυσανόποδα και κωπήποδα και διάφορα ισόποδα, με μορφές αρκετά ιδιόρρυθμες. Ο π. είναι συχνός μεταξύ των ακάρεων και συνηθισμένος στα έντομα των τάξεων: μαλλοφάγα, ανόπλουρα, σιφωνόπτερα, στρεψίπτερα.
Βοτανική. Μεταξύ των παρασιτικών φυτικών ειδών μεγάλη σημασία έχουν εκείνα που ανήκουν στους μύκητες και αναπτύσσουν τον βιολογικό τους κύκλο στο εσωτερικό του ξενιστή. Οι προκαλούμενες ζημιές από παράσιτους μύκητες δεν οφείλονται τόσο στην αφαίρεση θρεπτικών ουσιών από τον ξενιστή όσο στο ότι διοχετεύουν σε αυτόν τα προϊόντα του μεταβολισμού τους, που συχνά περιέχουν τοξίνες πολύ βλαβερές. Ορισμένα από τα παράσιτα αυτά προσβάλλουν ζώα και έντομα (μύγες, ψάρια, γαρίδες, βατράχους, μεταξοσκώληκες κλπ.) και είναι υπεύθυνα για πνευμονικές βλάβες, για φαινόμενα ερεθισμού των βλεννογόνων (π.χ. μυκητιάσεις), για παθήσεις επιδερμικών στοιχείων (π.χ. της τριχοφυΐας) του ανθρώπου· ωστόσο οι μεγαλύτερες ζημιές που προκαλούνται από τον π. των μυκητών οφείλονται στις ασθένειες που προκαλούν στα καλλιεργούμενα φυτά.
Είναι πράγματι πολύ γνωστές οι ζημιές που προκαλούνται από τα ωίδια (μπάστρα, στάχτη, συναπίδι) στα αμπέλια, στις καλλιέργειες κολοκυθιάς ή καρπουζιού, στις τριανταφυλλιές, στον λυκίσκο κλπ., όταν το σύμπλεγμα των υφών από την επιφάνεια της επιδερμίδας, όπου αναπτύσσεται το παράσιτο, εισάγει στα υποκείμενα επιδερμικά κύτταρα μυζητήρια όργανα, με τα οποία απορροφά χρήσιμες ουσίες και διοχετεύει τα τοξικά προϊόντα του μεταβολισμού του.
Υπάρχουν επίσης παράσιτοι μύκητες, που μπορούν να ζουν είτε παρασιτικά είτε σαπροφυτικά, δηλαδή τόσο πάνω σε ζωντανούς οργανισμούς όσο και πάνω σε ουσίες που βρίσκονται σε αποσύνθεση. Η αρμιλαρία η μελιτόχρωμη αναπτύσσεται παρασιτικά πάνω σε διάφορα φυτά, όπως ιτιές, λεύκες, μουριές, στα οποία προκαλεί σοβαρές ζημιές (σηψιρριζίες) και, αντίστροφα, μπορεί να αναπτυχθεί σαπροφυτικά πάνω σε κατάλληλες θρεπτικές ουσίες.
Μεταξύ των φανερογάμων υπάρχουν είδη oλοπαράσιτα (όταν απομυζούν από τον ξενιστή όλες τις θρεπτικές ουσίες τις οποίες έχουν ανάγκη) και ημιπαράσιτα (όταν απορροφούν από τον ξενιστή μερικές μόνο ουσίες). Την πρώτη περίπτωση π. παρουσιάζουν η οροβάγχη (λύκος), η κουσκούτα, η λαθραία, που έχουν χάσει την ικανότητα να απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα και να αναπτύσσουν έτσι τη χλωροφυλλική λειτουργία· ημιπαράσιτα είναι: ο ιξός, που δεν έχει ρίζες και απορροφά από τον ξενιστή ουσίες για επεξεργασία, και τα γένη ρiναvθος (αλεκτορόλοφος), μελάμπυρο, πεδικουλάρις, που εκμεταλλεύονται το ριζικό σύστημα του ξενιστή για να απορροφήσουν νερό και ανόργανες ουσίες.
Φαίνεται πως ο μυζητήρας της κουσκούτας εισχωρεί στους ιστούς του φυτού-ξενιστή.
Άγριο γεράνι στο οποίο παρασιτεί κουσκούτα, φυτό ολοπαράσιτο.
Το ημιπαράσιτο φυτό Ιξός (βίσκον το λευκό).
Ένα παράδειγμα παρασιτισμού μεταξύ ζώων: μυρμήγκια απορροφούν την τροφή τους από υμενόπτερα, από ημίπτερα και από αφίδες (μελίγκρες).
Παρασιτικό έντομο που ανακαλύφθηκε στα τέλη του 2002 από επιστήμονες του Κατάρ, σε συνεργασία με Γάλλους συναδέλφους τους (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο1. το να ζει κανείς ή το να αναπτύσσεται κάτι όχι αυτοδύναμα αλλά, εις βάρος άλλου, παρασιτία2. ιατρ. ο τρόπος ζωής ενός παρασίτου3. τρόπος διαβίωσης ενός ατόμου που ενώ μπορεί να εργαστεί και να εξασφαλίσει μόνο του τα μέσα διαβίωσής του τρέφεται εις βάρος άλλου ατόμου ή ενός συνόλου4. κάθε κοινωνικά περιττή δραστηριότητα που δεν είναι παραγωγική και αποδίδει ωφέλη μόνο σε εκείνους που τήν ασκούν5. βιολ. σχέση μεταξύ δύο οργανισμών, διαφορετικού είδους ή φύλου, στην οποία ο ένας, το παράσιτο, ζει τρεφόμενος εις βάρος τού άλλου, τού ξενιστή, είτε κατά τρόπο συνεχή είτε κατά την διάρκεια μιας φάσης τού βιολογικού του κύκλου και η οποία χαρακτηρίζεται από μονόπλευρη εξάρτηση, με την έννοια ότι το παράσιτο δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον ξενιστή του, πράγμα που δεν ισχύει αντιθέτως για τον ξενιστή, αλλ. παραβίωση (α. «διαλείπων παρασιτισμός» — περίπτωση παρασιτισμού κατά την οποία το παράσιτο μένει στον ξενιστή όσο διαρκεί το γεύμα, όπως λ.χ. τα κουνούπιαβ. «εποχικός παρασιτισμός» — περίπτωση μερικών χλωροφυλλούχων, όπως λ.χ. τού ιξού, που τον χειμώνα δεν επωφελούνται από τον ξενιστήγ. «προνυμφικός παρασιτισμός» — περίπτωση παρασιτισμού κατά την οποία μόνο η προνύμφη είναι παράσιτοδ. «παρασιτισμός επώασης» — φαινόμενο που απαντά κυρίως στα πουλιά και το οποίο συνίσταται στην εναπόθεση αβγών ενός είδους στην φωλιά τού ξενιστή, ο οποίος είτε ανήκει σε διαφορετικό είδος, οπότε υπάρχει η περίπτωση τού μεσοειδικού παρασιτισμού επώασης, είτε είναι τού ίδιου είδους, οπότε υπάρχει ο ενδοειδικός παρασιτισμός επώασης, και ο οποίος τά επωάζει και στην συνέχεια ανατρέφει τους νεοσσούς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση παρασιτισμού τού κούκουε. «κοινωνικός παρασιτισμός» — η εκμετάλλευση ενός είδους από ένα άλλο, όπως είναι η υποδούλωση μυρμηγκιών ενός είδους από μυρμήγκια άλλου είδους).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. parasitisme < παράσιτο + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.